Έχω ξαναγράψει για τον μπαμπά μου σε
αυτό το blog. Του έχω ευχηθεί «Χρόνια Πολλά»,
τον έχω τοποθετήσει σε μικρές ιστορίες, έχω αναρτήσει φωτογραφίες του. Τον μπαμπά μου τον έχασα(;) 7 χρόνια πριν. Μια βδομάδα νωρίτερα έκλεισαν αυτά τα χρόνια. Μια βουβή επέτειος, ένα κερί με καθυστέρηση
μίας ημέρας, αμέτρητα τραγούδια μετά, από εκείνα που αγαπούσε, αυτά που μου
έμαθε να αγαπώ… Κι αν τον έχω αναφέρει ανώνυμα εδώ, αν του έχω αφιερώσει
κείμενα, τραγούδια και ζωγραφιές, δεν έκατσα ποτέ να γράψω γι’ αυτόν, από φόβο
μην του φτιάξω μία αγιογραφία που δεν θα αντιστοιχούσε στον πραγματικό του
εαυτό, από φόβο μην ενοχλήσω τους υπόλοιπους –γιατί είμαστε πολλοί– σε αυτή την
οικογένεια. Δεν τον έχασα μόνη μου, δεν
ήμουν καν εκεί. Ένα αεροπλάνο δρόμο
μακριά έφυγε ο μπαμπάς μου, μια πτήση που εύχομαι να μην την ζήσει κανείς. Γιατί λοιπόν τώρα να γράψω για αυτόν; Και τι να πω; Πόσα να θυμηθώ….
Ήρθε και με βρήκε μόνος του ακούγοντας Aznavour. Μέσα από την μουσική ξαφνικά τον
ένιωσα δίπλα μου να μου λέει με
παράπονο πως δεν προλάβαμε μία συναυλία του. Περίεργος άνθρωπος ο μπαμπάς μου, από την μια
λάτρευε τον Aznavour και τον Montand και από την άλλη τους ρεμπέτες. Θεωρούσε τον Aznavour μετρ στη σκηνή, μόνο ο Montand μπορούσε να τον ανταγωνιστεί, αχ, και πόσο του άρεσαν τα μάτια της Simone Signoret. «Τι όμορφο ζευγάρι» μου έλεγε… Που να του πεις για το ειδύλλιο Montand – Monroe. Άνοιγε το βλέμμα του όταν άκουγε
τα τραγούδια τους, χαμογελούσε σαν παιδί. Ίσως επειδή του θύμιζαν εκείνα τα
χρόνια της εφηβείας του. Δεν ξέρω, δεν
τον ρώτησα ποτέ αλλά πιστεύω ότι τους ρεμπέτες τους έμαθε και τους αγάπησε πολύ
αργότερα. Σίγουρα μαγεύτηκε από τον
Μάρκο και την Φραγκοσυριανή του, όπως και από πολλούς άλλους. «Ξύπνα, μικρό μου, κι άκουσε κάποιο μινόρε της αυγής, για σένανε είναι γραμμένο από το κλάμα κάποιας ψυχής». Με την ίδια
λαχτάρα άκουγε τον παλιό του γείτονα τον Νίκο Δημητράτο –που έφυγε πρόσφατα– στο «Μάνα μου Ελλάς» από το Ρεμπέτικο του Φέρρη. Πόσες φορές να είχε ακούσει ή δει το
Ρεμπέτικο... Ο Καλογερόπουλος του άρεσε
από τον «Μπε» ακόμα, η Λεονάρδου και η Μπαζάκα ήταν «ιδανικές Σμυρνιές», ο
Φέρρης μάστορας. Φαντάσου ότι δεν είχε
καμιά σχέση με την Μικρασία και την προσφυγιά πέρα από αυτήν που έβλεπαν τα
μάτια του. Κυκλαδίτης, γεννημένος στην
Αθήνα από Ανδριώτες γονείς, Βυρωνιώτης ως το τέλος της ζωής του, γεννήθηκε και
κοιμήθηκε στο ίδιο σπίτι, μεγαλωμένος τα
δύσκολα χρόνια στην Άνδρο. Και όταν
μιλούσε για ελληνική μουσική σου έλεγε «εμείς τότε χωριζόμασταν σε
Μπιθικωτσικούς και Καζαντζιδικούς, εγώ ανήκα στους πρώτους», έτσι απλά, «Ένα όμορφο αμάξι με δυό άλογα να μου φέρετε τα μάτια μου σαν κλείσω»
(τώρα που το ξανασκέφτομαι δεν ήρθε ούτε
αμάξι ούτε άλογα αλλά εκατοντάδες κόσμου, όλοι τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους κι
όλοι να μου λένε πόσο ξεχωριστός ήσουν.)
Το μυαλό μου πάει πάλι σε κείνον χωρίς σκέψη όποτε ακούω την Μοσχολιού,
ειδικά στα τραγούδια του Σπανού, εκείνη την κασέτα την είχε λιώσει στο
αυτοκίνητο μπρος πίσω. Ένα βράδυ βλέπαμε
τη «Λόλα» και ξαφνικά σε ένα παράθυρο, η παρθενική εμφάνιση της Μοσχολιού με
Ξαρχάκο: «Του ήλιου σβήστηκε το φως, εχάθη το φεγγάρι και πάει το παλληκάρι, καημός και πόθος μου κρυφός». Μου είπε τότε «ίδια
η μάνα σου είν΄ εδώ» και χαμογέλασε. Η
μεγάλη του συμπάθεια, η Μοσχολιού, η μεγάλη του αγάπη και αδυναμία, η μάνα μου. Πόσα ακόμη να θυμηθώ; Αγαπούσε τον κινηματογράφο χωρίς όρια στις επιλογές
του. Την ίδια αγάπη είχε για τις ταινίες
του Βούλγαρη (αχ πόσο κρίμα να μην προλάβεις την Μικρά Αγγλία), του Αγγελόπουλου
και του Truffaut, με αυτές του Jacques
Tati, του Louis de Funès, του Βέγγου «καλεεεέ μου άνθρωπε ξέρεις από βέσπα;». Στην ίδια ζυγαριά τα
400 χτυπήματα με τον Χωροφύλακα του Σεν-Τροπέ, ο Θίασος με τον Πράκτορα Θου-Βου. Είχε ξεχωρίσει ηθοποιούς-ινδάλματα και
μιλούσε για αυτούς, Gabin, Piccoli, Deneuve, Mastrogianni, Βεάκης, Παξινού, Κατερίνα
Ανδρεάδη, Κατράκης. Πρώτη φορά με πήρε
μαζί του σε αίθουσα να δω τον Βενιζέλο του Βούλγαρη, και την αδελφή μου 5 χρονών
στο Ταξίδι στα Κύθηρα. Το θυμόμαστε και
γελάμε. Όσο το σκέφτομαι τόσο επιβεβαιώνω
ότι του άρεσε η Ευρώπη και η κουλτούρα της, οι Γάλλοι, οι Γερμανοί, οι Σκανδιναβοί, δεν θυμάμαι πέρα από μία-δύο
αγαπημένες του αμερικανικές ταινίες ή μελωδίες.
Προσπαθούσε άδικα να με μάθει να σφυρίζω. Γελάω, πόσο χαζή θα φαινόμουν. Περνούσε
ο αέρας χωρίς να βγαίνει ήχος κι εγώ Καραγκιόζης. Κι ο Καραγκιόζης του άρεσε, με έσερνε παιδάκι σε
κάτι Καραγκιόζ Μπερντέ στο Φάληρο Κυριακές απογεύματα κι εγώ αναρωτιόμουν τι
κάνω εκεί. Το ωραίο με τον μπαμπά μου
είναι ότι αν μιλήσεις με 5 ανθρώπους ο καθένας πέρα από 3-4 κοινά
χαρακτηριστικά του θα σου πει διαφορετικά δικά του γνωρίσματα κι ιστορίες. Ακόμη κι εγώ με την αδελφή μου που τον ζήσαμε
η καθεμιά περισσότερο σε άλλες εποχές της ζωής του μάλλον έχουμε διαφορετικές
εντυπώσεις κι εικόνες.
Θέλω να τον
θυμάμαι με μια μπάλα στο χέρι σε Κυριακάτικες βόλτες στην εξοχή, εγώ και δύο αγόρια να παίζουμε μαζί του. Εκείνος Παναθηναϊκός μια ζωή και Αθηναϊκός στα
τελευταία. Μικρή με είχε στους ώμους του μέσα στη Λεωφόρο. Τσακωνόμασταν, πως του ξέφυγα εγώ κι έγινα «χανούμι»; Τσακωνόμασταν κι όταν έχανε στο τάβλι, έλεγε της μάνας μου «η κόρη σου παίζει με την
τύχη της κι όχι με το μυαλό της» και το ’κλεινε λέγοντας πως δεν θα ξαναπαίξει
μαζί μου ποτέ. Μετά αρρώστησε, μετά βίας
άντεχε στα 3 παιχνίδια. Στο τέλος το
άφησε κι αυτό. Στον πρώτο μου έλεγχο τριμήνου στο Γυμνάσιο υπήρχε μια
παραφωνία, ένα 9αρι στην Μουσική ανάμεσα στα 18αρια. Ήρθε κι έπιασε την μουσικού: «Το παιδί είναι
φάλτσο, δεν μπορείτε να το ρίχνετε από τη βάση γι’ αυτό το λόγο, να το
εξετάζετε στην θεωρία». Το παιδί (εγώ)
έμαθε απέξω τα πάντα για όλους τους μεγάλους κλασσικούς και δεν μπήκε ποτέ στην
σχολική χορωδία, ούτε ξανασηκώθηκε στον πίνακα να τραγουδήσει για 3 χρόνια. Η μία
και μοναδική φορά που ζήτησε κάτι από καθηγητή μου κι όχι για τον βαθμό αλλά για την ψυχολογία μου στον πίνακα (αχ βρε ντάντυ). Καμάρωνε για τους βαθμούς
μου στην Ιστορία κι ας πίστευε ότι μαθαίνουμε λιγότερα και από τα μισά. Προσπαθούσε
να γεμίσει ο ίδιος τα κενά όπως γέμιζε τις βιβλιοθήκες με ιστορικά βιβλία. Την λάτρευε
την Ιστορία, δεν ξεχνούσε το παραμικρό. «Άμα
ξεχάσουμε το χθες δεν θα έχουμε αύριο» έλεγε και ακόμη τον πιστεύω. Αγαπούσε και τους αριθμούς, στο μυαλό του μπορούσε
να σου κάνει όποιες πράξεις ήθελες σε δευτερόλεπτα. Δεν μπορούσε να χωνέψει την
απέχθεια μου σε αριθμητική και μαθηματικά σε όλα τα σχολικά μου χρόνια. Ευτυχώς η αγάπη μου στα βιβλία αντιστάθμιζε
στα μάτια του αυτό το κακό.
Θέλω να τον θυμάμαι σε μια σχολική εκδρομή γυρνώντας
από τα Καλάβρυτα, σταματημένο το πούλμαν για ώρα, να διψώ, και να ψάχνει μέσα
στη νύχτα βενζινάδικο για να γεμίσει το παγούρι μου με νερό. Αυτός ο ίδιος άνθρωπος στην τελευταία μας βόλτα
στον Όλυμπο κρατιόταν απ’ το χέρι μου για 200 μέτρα, τόσα άντεξε, και ακόμη
κάθε χρόνο κάνω την ίδια διαδρομή για κείνον. (Η τελευταία μας εκδρομή μπαμπά). Είμαι τυχερή που τον γνώρισα και τον θυμάμαι
δυνατό, πολύ πριν η αρρώστια τον ρίξει κάτω. Που έχω τόσες ιστορίες να διηγηθώ. Τον θυμάμαι
να μας αγαπάει τόσο πολύ που πονάει η καρδιά μου για τα Όχι που του έχω πει. Δεν
είναι μνημόσυνο αυτό, δεν είναι ούτε αγιογραφία, καταγραφή αναμνήσεων και
σκέψεων είναι. Νιώθω ότι του το
οφείλω. Πως τον θυμάμαι εγώ, ποιος ήταν για
μένα. Όχι ότι τον αγάπησα περισσότερο από τα αδέλφια μου, τουναντίον, πάντα
νιώθω ότι δεν τον αγάπησα αρκετά, ότι μπορούσα και άλλο.
Επτά χρόνια μετά
σκέφτομαι πως το μόνο που αφήνω εγώ πίσω
μου είναι οι εικόνες και τα κείμενα μου. Εκεί μέσα πρέπει να βρίσκεται κι αυτός, δεν
θέλω να τον κρατήσω μόνο για μένα. Να
έρχομαι αραιά και που σε αυτό το blog
και να διηγούμαι τις ιστορίες του. Όπως για κείνο το βράδυ στο Ηρώδειο που μαγεύτηκε από τον Nureyev και την Fonteyn, μια ιστορία για την επόμενη φορά.