Σελίδες

Δευτέρα 27 Δεκεμβρίου 2010

Όταν φεύγεις

Σ’ αυτό το σπίτι η μοναξιά αντιλαλεί στους τοίχους όταν κλείνεις την πόρτα πίσω σου. Και μετά ξαφνικά γίνεται σιωπή. Δεν ακούγεσαι, η φωνή σου, η ανάσα σου δεν ακούγονται. Τίποτε, μόνο σιωπή. Σιωπή εκκωφαντική, από τα ηχεία του στερεοφωνικού. Όταν φεύγεις η σιωπή σου παίρνει την χροιά της φωνής της Νίνας, του Φρανκ, του Σαρλ… Η σιωπή σου γίνεται στίχος του Πρεβέρ, του Αντωνίου, του Σικελιανού. Την συλλαμβάνει ο φακός του Μπρεσόν, του ΜακΚέιμπ, της Παπαϊωάννου. Κρύβεται στα δάκτυλα του Μπάρενμποϊμ, την ώρα που αιωρείται στο δωμάτιο η Pathétique sonata του Μπετόβεν. Η απουσία σου σκοτεινιάζει τα βλέμματα στις γυναίκες του Μοντιλιάνι και ποτίζει με κόκκινο τους καμβάδες του Ρόθκο. Κι ύστερα γίνεται σκοτάδι και φωλιάζει στο μαύρο σου μακώ, εκεί, πάνω στην καρέκλα…

“The Kiss by the Hôtel de Ville” taken in Paris in 1950. (Photo: Robert Doisneau)

Τετάρτη 22 Δεκεμβρίου 2010

Κυνηγητό

Κυνηγάς την ηλιαχτίδα σου σε στενά δρομάκια και παρκινγκ θηρία εμπορικών, σκουντουφλάς, πέφτεις, σκίζεις το γόνατο σου, άλλο ένα οικόπεδο λες, λίγο βάμμα ιωδίου και συνεχίζεις.

Κυνηγάς την αλήθεια σου μέσα σε κιτρινισμένα τετράδια, σε παλιές φωτο, ξεχασμένες κασέτες, παίζεις τον πάγο στο στόμα σου και κουνάς νευρικά το ποτήρι. Γυρνάς ανάποδα την κορνίζα στο κομοδίνο, δεν είναι εκεί.

Κυνηγάς μια υποψία σε σκοτεινούς χώρους, φορεμένα ρούχα κι αναπάντητες κλήσεις αλλά δεν ξέρεις τι θέλεις να βρεις και δεν ησυχάζεις, να το βρεις… να μην το βρεις…

Κυνηγάς την ευτυχία σου εδώ κι εκεί, «σε λάθος μέρη» φωνάζει η μάνα σου, σε υλικά αγαθά που φθείρονται σκέφτεσαι δυνατά, σε αγάπες που πέρασαν, ρίζωσαν ή έφυγαν, δεν έχει σημασία πια, ευτυχία είναι, πάει κι έρχεται κι εσύ εκεί, ακόμη την κυνηγάς.

Κυνηγάς την επιτυχία από μικρό παιδί, σχολείο, καριέρα, οικογένεια, και ξαφνικά επαναπροσδιορίζεις τις προτεραιότητες σου και λες λάθος έκανα τόσον καιρό, άλλα όνειρα έπρεπε να κυνηγήσω αλλά δεν το σκέφτηκες όταν ήταν καιρός.

Τρέχεις, πέφτεις, σηκώνεσαι, είσαι μόνος, με παρέα, πάλι μόνος, με παιδιά ή χωρίς, έχεις υποχρεώσεις αλλά και χοντρό μαρκαδόρο (ενίοτε), τραύματα και γιατρειές, γρήγορες ανάσες, κοφτές ανάσες, ξαναείσαι μόνος σου αλλά έχεις τόσους άλλους μόνους τους απέναντι σου –ψηφιακή μοναξιά ή ψηφιακή κοινωνική ζωή, πως το λένε; – δεν απαντάς στα μηνύματα και βαριέσαι τα τηλέφωνα για Χρόνια Πολλά αλλά σ’ αρέσουν οι καρό πιζάμες σου, τα φωτάκια, η αστερόσκονη, ο ΆηΒασίλης και ο Πήτερ Παν.

Κυνηγάς ένα χαμένο φιλί στο βάθος του διαδρόμου.

Κρεβατοκάμαρα.

Καληνύχτα.


Τετάρτη 15 Δεκεμβρίου 2010

Αναμνήσεις μιας Αθηναίας που δεν ζει πια εδώ

Υπότιτλος: «Athens | The little great city»

Αθήνα, η πόλη που αγαπώ, που έκανα τα πρώτα μου βήματα, που λιάστηκα στα πάρκα της παιδί, που γλίστρησα νύχτα στα πλακόστρωτα της βγαίνοντας από ένα μπαρ.

Αθήνα, το πρώτο ραντεβού στο Άλσος Παγκρατίου, μία κοπάνα στο Κολωνάκι, μία άλλη στο λόφο του Αρδηττού, τσιρίδες και χέρια σφιχτά πιασμένα στο Μοντανά του Ροντέο, φραπέ στο Λέντζο, στον Κίτρινο Σκίουρο, στη Φωκίωνος Νέγρη, μίνι και ψηλή βάτα στην Αυτοκίνηση, κοκτέιλ στο Βο, έξτρα θερμίδες στην Μπιφτεκούπολη, σφηνάκια στον Κούκο, λαθραναγνώστης στην Εστία, τρέξιμο με τα ντοσιέ υπό μάλης στην Ιπποκράτους. Πιάτσες ταξί, βιτρίνες εμπορικών, παιδί στα πόδια του Αϊ Βασίλη στο Μινιόν, Σύνταγμα και πολιτικοί αρχηγοί στα μπαλκόνια, ουρές κόσμου μεσημέρι στην Ακαδημίας, χιονοπόλεμος στον Καρέα, κρυφτό στις πλατείες του Βύρωνα, σουβλάκια στο Μοναστηράκι, ένα ταγκό καταμεσής στην Πατησίων, πατίνια στο Καλλιμάρμαρο, κουβεντούλες στο καφενείο του Κήπου, φιλιά κάτω από μία πέργολα στο Ζάππειο.

Αθήνα, μπερδεμένες μυρωδιές μπαχαρικών στην Ευριπίδου, ήχοι από μπακίρια και εμαγιέ στην Αγ. Δημητρίου, τσάντες γεμάτες με χειροποίητες μπαλαρίνες στην Αγ.Θέκλας, μεζέδες στο Ζείδωρον, στην Δεξαμενή, στην Πράσινη Τέντα, στην Αβησσυνίας. Βραδιές γκουρμέ στην Βιτρίνα, στο Aubrevoir, στη Ράτκα, στο Blue Pine, στο Πάρκο, στη Χύτρα. Τεκίλα στο Green Door και στο Wild Rose, κρίκετ στο Red Lion και στο Ploughman, ουίσκι στην μπάρα του Remezzo, τότε, στην Χάριτος. Σούπα στην Βαρβάκειο.

Πολύχρωμο σεργιάνι στην Ομόνοια, χάζι στους πάγκους με τα μπιχλιμπίδια στο Μοναστηράκι, φεστιβαλικές βραδιές στο Γκάζι. Συναυλίες στο Λυκαβηττό και στο ΟΑΚΑ, beach parties στην Βουλιαγμένη, αυτοκινητάδες στην παραλιακή, κρυφά ραντεβού σε pub της Κυψέλης και στην Άκρη, χαβαλές στην Ζησιμοπούλου. Νύχτες με πανσέληνο, στην Αρκαδία, στο Παλάς, στη Ρέα, στη Δεξαμενή, στο Σινέ Παρί, στη Ριβιέρα, στο Βοξ.

Αθήνα, η πόλη που αγαπώ και δεν περιορίζεται στα όρια του δήμου της. Την δημιουργούν ψηφίδα – ψηφίδα τα πρόσωπα των ανθρώπων που την διαβαίνουν, τα εμπορικά της μικρά και μεγάλα (που δυστυχώς μέρα με την μέρα κλείνουν), οι μπάρες της, τα πάρκα της (που λιγοστεύουν), η κίτρινη φυλή, το πολύπαθο Μετσόβιο, οι πλατείες της που ασφυκτιούν από το τσιμέντο, ο γαλανός της ουρανός και το πιο όμορφο φως στον κόσμο. 

Athens I The Little Great City
by Emmanouil Papadopoulos
Μusic Gustavo Santaolalla - Pajaros: My Blueberry Nights OST


Τρίτη 14 Δεκεμβρίου 2010

Χαρά μου

Να μοιράζεσαι την χαρά, μόνο τότε την βιώνεις πραγματικά!
Να είσαι η καλή νεράιδα των άλλων αλλά και της καρδιάς σου.
Με ένα χαμόγελο ζεις περισσότερο, με ένα χαμόγελο ζεσταίνεις την καρδιά σου και της δίνεις μελωδία.
Αν ο καθένας μας σηκωνόταν κάθε πρωί χαμογελαστός, ακόμη και στα πιο δύσκολα προβλήματά του, και συνέχιζε όλη μέρα να χαμογελά τότε δεν θα μπορούσε κανένα κανάλι και καμία κυβέρνηση να τον κάνει να πιστέψει ότι ζει σε έναν γκρι κόσμο…
Εάν η χαρά και η προσφορά ήταν συνώνυμα όλοι εμείς θα ζούσαμε πολύ καλύτερα.

Πέμπτη 9 Δεκεμβρίου 2010

Ένα πιάτο απ΄τα παλιά

Υπήρξε μια εποχή, χρόνια πολλά πριν, που οι Σεφ δεν είχαν εμφανιστεί στην ζωή μας, η ρόκα ήταν γνωστή σε μερικούς ως μέρος του αργαλειού και σε άλλους ως καλαμπόκι. Ψωνίζαμε φίνα ελληνικά τυροκομικά από τον μπακάλη, ζαρζαβατικά με γεύση και άρωμα από τον μανάβη, φρέσκα –τις περισσότερες φορές– ψάρια από τον κύριο Νίκο και ντόπιο βόειο από τον κύριο Γιώργο. Παραγγέλναμε στο χωριό λουκάνικα, λάδι, μέλι και κρασί. Τα Σάββατα πεταγόμασταν στο πιο κοντινό σούπερ μάρκετ ­– ένας Βερόπουλος 2 χλμ μακριά από το σπίτι– το πρώτο που είχε ανοίξει χαμηλά στη Φορμίωνος κι εκεί αγοράζαμε τα ξενόφερτα… κάτι κορν φλέικς, χαρτικά, απορρυπαντικά, κονσερβες «άι χαβ νο αϊντία γουάτ λέιμπελ» και φυσικά τα αγαπημένα μου αλλαντικά κι άλλα! Για πιο εξτρήμ καταστάσεις υπήρχε πάντα ο Βασιλόπουλος στον Φάρο, λατρεμένο μαγαζί!
Εκείνα τα χρόνια που αναπολώ πασπαλίζοντας τα με χρυσόσκονη, δεν ήξερα παιδί γαρ την έννοια του γκουρμέ. Τον πουρέ γνώριζα πολύ καλά που παραμένει στα αγαπημένα μου πιάτα. Ήξερα όμως πότε ένα φαγητό ήταν νόστιμο, πότε το τραπέζι ήταν στρωμένο με μεράκι (αυτό θεωρούσα αρτ ντε λα τάμπλ) και πότε το σπιτικό παγωτό είχε βασικό υλικό την αγάπη (της μαμάς μου πάντα).
Θυμάμαι το πιλάφι σωταρισμένο στο φρέσκο βούτυρο πολύ πριν το ριζότο, το μαύρο ρύζι, το μπασμάτι, κι άλλα πολλά. Το κοκκινιστό που τότε το σνόμπαρα αλλά τώρα βουτάω ολόκληρη στην κατσαρόλα!
Γεύσεις που πολλές από αυτές δεν υπάρχουν πια, ακόμη και στις ίδιες συνταγές οι γεύσεις έχουν αλλοιωθεί. Γεύσεις μαμαδίστικες, σπιτικές, μυρωδιές κουζίνας χαραγμένες βαθιά στην μνήμη.
Χωρίς να μετράω σε μεζούρες τα υλικά αλλά φροντίζοντας να αναγνωρίζω τα φρέσκα κι αυτά που αξίζουν, έμαθα να μαγειρεύω παρακολουθώντας κλεφτά την μαμά μου, να φτιάχνω πίτες βλέποντάς την να αλευρώνει το τραπέζι της κουζίνας και να ανοίγει φύλλο κι έτσι σιγά-σιγά έμαθα να πειραματίζομαι με τα υλικά που έβρισκα, να τα παντρεύω μεταξύ τους και να δημιουργώ διαφορετικές γεύσεις, να αναζητώ καινούργια πράγματα, να στολίζω τα πιάτα μου και το τραπέζι μου, να τα συνδυάζω με το σωστό κρασί, το σωστό απεριτίφ, το καλύτερο επιδόρπιο. Όλα αυτά προ τηλεοπτικών Σεφ και ντελίμανίας…
Απόψε έβρασα σπιτικές χυλοπίτες, τσιτσίρισε το φρέσκο βούτυρο και τις έριξα μέσα. Και ξαφνικά η κουζίνα μου μύρισε παιδικά χρόνια και μαμά. Αγαπημένες μυρωδιές και οι δύο. Ένα τέτοιο πιάτο αν με ρωτούσες θα σου έλεγα ότι είναι Ελλάδα. Έτριψα κεφαλοτύρι Ολύμπου, άνοιξα κι ένα κρασί από αμπέλια της Δράμας και κούρνιασα οκλαδόν στον καναπέ. Κοίταξα την τηλεόραση κι άρχιζε Master Chef, οι γεύσεις και οι μυρωδιές όμως μου θύμισαν ένα μικρό κορίτσι που έβαζε μαξιλάρι στην καρέκλα για να φτάνει στο τραπέζι.