Αχ βρε Γιώργη, πότε
πρόλαβες; Παιδί ήσουν ακόμη, με δυο
παιδιά στην πλάτη. Σαν τώρα σε βλέπω
μπροστά μου πιτσιρίκι, στα χώματα της παιδικής χαράς στην Αργυρούπολη όπως πέφταμε
από το μονόζυγο. Έναν ήλιο φουντωτό είχες
στα μαλλιά σου, πιο ξανθό δεν υπήρχε. Κι ύστερα, γυμνασιόπαιδα, εκείνο το καλοκαίρι στην
Άνδρο, να κάνουμε πατητές, να ξενυχτάμε στα καφέ με τον φόβο της τιμωρίας,
να ανάβουμε φωτιές στην παραλία. Πόσα ξαδέλφια
μαζεμένα εκείνο το καλοκαίρι, όλα κατράμι από τα παιχνίδια στη θάλασσα, κι εσύ με
τον ήλιο στο κεφάλι ακόμη. Έτσι ήσουν ακόμη και πριν μερικά χρόνια που ήρθες
και με βρήκες εδώ στα βόρεια, βόλτα με την αγάπη σου ένα βράδυ του
Αγ.Βαλεντίνου. Το θυμάμαι. Σε θυμάμαι. Σαν τώρα βλέπω την μάνα μου
καλοκαιριάτικα, κάτω από τον πλάτανο να μου το λέει και να μην μπορεί να το
πιστέψει, να δαγκώνεται. Λίγους μήνες πριν. Πότε πρόλαβες; Ο πόνος έτρεχε πιο γρήγορα από τις μέρες
και τις νύχτες σου. Πότε πρόλαβε; Μάθαινα για τον ήλιο που είχε σβήσει πια αλλά δεν
μπόρεσα ποτέ να σε φανταστώ έτσι. Μάθαινα
για τους φρικτούς πόνους και τα νοσοκομεία αλλά εγώ σε θυμόμουν πάντα να
πέφτεις και να ξανασηκώνεσαι για κείνο το μονόζυγο. Να ανοίγεις τα χέρια στον ουρανό. Μέχρι που χτύπησε αυτό το τηλέφωνο νωρίτερα. Ένας κόμπος. Σιωπή.
Ποτέ δεν είσαι
προετοιμασμένος για το αντίο. Όσο και να
στο λένε… δεν χωνεύεται.