Σελίδες

Τρίτη 17 Ιανουαρίου 2012

Ματριόσκα

Με ρωτάτε γιατί δεν γράφω εδώ και καιρό. Τι να γράψω; Για ποιόν; Για τον Έλληνα που νιώθει μόνος και ακόμη πιο φτωχός σε σκοτεινές λεωφόρους; Για τον Έλληνα που θέλει αλλά δεν κάνει πια παιδιά γιατί δεν ξέρει πως θα τα θρέψει; Για τον γείτονά μου που ετοιμάζεται όπως πολλοί να φύγει στην Γερμανία, στον Καναδά, στην Αυστραλία; Για τα παιδιά που δεν επιστρέφουν από τις σπουδές τους στο εξωτερικό;  Για φίλους και γνωστούς που ξαφνικά έχασαν σπίτια –μεγάλα ή μικρά- φτιαγμένα με κόπο στην εποχή ακόμη της δραχμής;  Στήνουμε συζητήσεις με φίλους για την δραχμή, την επιστροφή ή τον αποκλεισμό της. Κι όπως τα λέμε κι οι δυο μάλλον έχουμε δίκιο.  Εγώ που την αγάπησα πολύ αλλά πια δεν την ποθώ κι εκείνοι που την βλέπουν σαν ένα Μεσσία («κουρελιασμένο» θα προσθέσω). Με ρωτάτε γιατί τόσο καιρό δεν κάθομαι στο πληκτρολόγιο μου να σας διηγηθώ ιστορίες.  Ίσως επειδή αυτά που ονειρεύομαι και γράφω είναι πολύχρωμα, φωτεινά και ζαχαρωτά, κι έξω επικρατεί το σκοτάδι και η γύμνια. Η πόλη γυμνή ψάχνει κουρέλια να καλύψει το ταλαιπωρημένο της κορμί.  Η πόλη αδειάζει πέρα της Πλατείας Καρύτση, της Αγίας Ειρήνης, της Βαλαωρίτου στον Βορρά. Στα σκοτεινά σοκάκια ένας άγνωστος άνθρωπος, ο πρώην σου γείτονας, η παλιά σου συμμαθήτρια, στρώνουν τις παλιές εφημερίδες την ώρα που εσύ χώνεσαι κάτω από το πάπλωμά σου.  Πόση ομορφιά χάθηκε από αυτούς τους δρόμους; Κι ας τους περπατούν όμορφοι άνθρωποι που κλείνουν τα μάτια για να πάνε μπροστά.  Υπάρχει ένας κόσμος μέσα σε έναν άλλο. Μια πόλη Ματριόσκα, μια χώρα Ματριόσκα…  Μπαμπούσκα, αν ψάχνεις να βρεις τι εννοώ. Και στις δύο περιπτώσεις με παχύ το σίγμα, ρούσικο που θά ‘λεγε κι ο Λιάπκιν. Σαν το κρύο κι απόψε το βράδυ, παχύ και ρούσικο κι αυτό. Κι αυτοί οι άνθρωποι εκεί έξω, μακριά από την κουβέρτα και τον καναπέ μου, μακριά από τους 4 τοίχους που κλείνουν τη ζωή μου. Για ποιόν να γράψω λοιπόν;  Τις τελευταίες μέρες παρατηρώ την κατάθλιψη του Έλληνα, την μελαγχολία στο βλέμμα του, την αγωνία που εύκολα γίνεται φόβος. Ποιος θέλει να διαβάσει για ροζ πεταλούδες στην καρδιά ενός ανηλεούς χειμώνα, εν μέσω φόρων, με τόσους κουστουμαρισμένους να μας κουνούν το δάκτυλο απειλητικά; Ποιός θα διαβάσει παραμύθια στα σκοτεινά; 

Θα σας στείλω τις πεταλούδες μου ξανά σαν μάθω να αγαπώ (περισσότερο) τους ανθρώπους και να κοπιάζω περισσότερο για αυτούς.  

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

είμαστε άνθρωποι & εχουμε ανάγκη από παραμύθια, αγαπάμε & θέλουμε πεταλούδες :)