Μια τομάτα κομμένη στα τέσσερα πάνω στο παξιμάδι. Το τζιτζίκι επίμονο στην δαμασκηνιά. Το μυαλό αδειάζει, συντονίζεται μαζί του. Κανείς δεν ακούγεται. Κάποιοι μόλις γύρισαν απ' τα τσίπουρα και ξάπλωσαν στους ίσκιους απ' τις βεράντες, άλλοι ήδη στον καφέ, κι εκείνοι που θα τους πάρει βράδυ στη θάλασσα.
Μέσα Αυγούστου, της Παναγιάς εχθές, οι πόλεις άδειες, η Ελλάδα αναπνέει, βογγάει, ερωτεύεται, ζαλίζεται και ζεσταίνεται στις επαρχίες, στα πατρικά, στα μπάνια. Τα πιτσιρίκια περιμένουν να χτυπήσει πέντε φορές το ρολόι για να ξεχυθούν στα πλακόστρωτα και στις πλατείες. Εγώ μελαγχολώ για το βιβλίο που τελειώνει και κρατώ τις τελευταίες σελίδες, να'χω κάτι για μετά. Απέναντι μου από τη ζέστη χάνω την θάλασσα, γίνεται ένα θολό τοπίο με τον κάμπο και τον ουρανό. Κοιτάω ψηλά, φέτος δεν είδα ούτε έναν σταυραετό, που πήγαν; Μέσα ο μικρός παλεύει στον ύπνο του, σε κάποιο όνειρο θα παλεύει νικητής με τα τέρατα του κόσμου. Ζέστη. Δύσκολη σε κάθε ηλικία. Πόσο το αγαπώ αυτό το χαγιάτι κι αυτό το αεράκι που μόλις ξεκίνησε να σαλεύει.
Σε μισή ώρα τα παιδιά θα ξεχυθούν, το τζιτζίκι δεν θ' ακούγεται πια. Μέσα Αυγούστου, της Παναγιάς εχθές, οι πόλεις άδειες, η Ελλάδα αναπνέει, βογγάει, ερωτεύεται, ζαλίζεται και ζεσταίνεται στις επαρχίες, στα πατρικά, στα μπάνια. Τα πιτσιρίκια περιμένουν να χτυπήσει πέντε φορές το ρολόι για να ξεχυθούν στα πλακόστρωτα και στις πλατείες. Εγώ μελαγχολώ για το βιβλίο που τελειώνει και κρατώ τις τελευταίες σελίδες, να'χω κάτι για μετά. Απέναντι μου από τη ζέστη χάνω την θάλασσα, γίνεται ένα θολό τοπίο με τον κάμπο και τον ουρανό. Κοιτάω ψηλά, φέτος δεν είδα ούτε έναν σταυραετό, που πήγαν; Μέσα ο μικρός παλεύει στον ύπνο του, σε κάποιο όνειρο θα παλεύει νικητής με τα τέρατα του κόσμου. Ζέστη. Δύσκολη σε κάθε ηλικία. Πόσο το αγαπώ αυτό το χαγιάτι κι αυτό το αεράκι που μόλις ξεκίνησε να σαλεύει.