Εύβοια, Λευκαντί. Μισό καλοκαίρι διακοπές στη θάλασσα. Τότε
που υπήρχαν μόνο 4 ξενοδοχεία και 20 σπίτια, ή τουλάχιστον τόσα εγώ θυμάμαι. Πρώτος
όροφος δωμάτια, ισόγειο εστιατόριο. Ολόκληρα ταψιά από γεμιστά έπεσαν υπέρ
πατρίδος σε εκείνο το εστιατόριο. Μεσημεριανή σιέστα και μετά βουρ ξανά κάτω
στη θάλασσα. Η μάνα να φωνάζει «μην πάτε
στα βαθιά», εμείς ένα αλαλούμ… Πόσα παιδάκια ακόμη στα ρηχά με μάνες που φώναζαν
«τα μπρατσάκια σου».
Ο μπαμπάς κάθε Σαββατοκύριακο θαλασσόλυκος, να βάζει στοίχημα
με τον εαυτό του ποιο βραχάκι θα φτάσει. Ήρωας. Η μάνα, μικρό κορίτσι, να τον φωνάζει
να γυρίζει πίσω. Εκείνα τα καλοκαίρια,
μια φωνή και μια αγκαλιά η μάνα, ένα μακροβούτι ο πατέρας, γεύση από γεμιστά
και χωνάκι παγωτό, αλμύρα και ιώδιο, ξεθωριασμένες
φωτο με άγνωστα κοριτσάκια στο κάδρο… Η πεσμένη μου τιράντα σήμα κατατεθέν. Τα αδέλφια
μου πιο αθώα από ποτέ. Η καπελαδούρα της μαμάς must της εποχής.
Αχ, καλοκαιράκι μου…
υ.γ. ύστερα από διάφορα μηνύματα που έλαβα, να ξεκαθαρίσω ότι εγώ φοράω το λευκό μαγιώ, γιαυτό "δεν μοιάζω πια" με το κοριτσάκι που αγκαλιάζει η μαμά μου ;)