Σελίδες

Πέμπτη 25 Απριλίου 2013

Μετανάστευση



Η αφορμή ξεκινούσε από Α, όνομα φίλης που σαν Αποδημητικό πουλί κίνησε την Άνοιξη για την Δύση.  Κι ήταν τόσα ακόμη γράμματα πιο πριν που έφυγαν γι’ αλλού…
  
Η Ελλάδα αλλάζει, αδειάζει. Μια χούφτα άνθρωποι σε κάθε γειτονιά την έχουν κάνει. Και εμείς πάψαμε πλέον να ξαφνιαζόμαστε. Αυτό με φοβίζει πιο πολύ, ότι πάψαμε να το θεωρούμε περίεργο και να το συζητάμε. 

Στην αρχή δεν γύρισαν οι φοιτητές, άκουγα γνωστούς να μου λένε ότι δεν έχουν μέλλον στη χώρα που μεγάλωσαν και παρέμειναν στον τόπο των σπουδών τους για ένα πιο σίγουρο αύριο. Φίλες μου που μεγάλωσαν τα μοναχοπαίδια τους για να τους μιλάνε μέσω Skype, για να στέλνουν φασόλια, ρίγανη και φέτα από την πατρίδα με Courier Express. Ποιο ΄60; Δύο χιλιάδες δεκατρία, Ευρώπη, Μεσόγειος, Ελλάδα, το τρίτο γράμμα στο P.I.G. Αυτοί είμαστε.

Δεν ζούσα το ’60, όσοι γνώρισα όμως και έκαναν περιουσία ως μετανάστες τότε σε Γερμανία και Αμερική έφυγαν αμούστακοι, φτωχοί, λιανοί, οι πιο πολλοί χωρίς να προλάβουν να τελειώσουν ένα γυμνάσιο. Σήμερα οι περισσότεροι φεύγουν με Μaster και Phd, μίκρυνε ο τόπος και δεν τους χωράει, χάθηκαν οι θέσεις που σου ζητούσαν νωρίτερα μια περιουσία σε σπουδές για να τις αποκτήσεις και στα 30 ή στα 40 σου πρέπει να αναζητήσεις νέες ευκαιρίες σε νέες αγορές που δεν μιλούν τη μητρική σου γλώσσα. Και σκέψου να είσαι η ίδια μητέρα ή ακόμη και πατέρας και να τους τρέχεις εκεί που ξέρεις ότι το χέρι σου θα έχει να τους προσφέρει. Ή να τους αφήσεις πίσω σου μαζί με την έγνοια και την ανάγκη σου χωμένη ανάμεσα σε νούμερα από εμβάσματα. Κι άλλοι φίλοι που έκλεισαν τις επιχειρήσεις τους για να εργαστούν εκεί που το κράτος είναι ακόμη αρωγός του ελεύθερου επαγγελματία.

Ήταν μεγάλη η λίστα των φίλων και των γνωστών που έφτιαξα απ’ την ώρα που ξεκίνησα να γράφω αυτό το κείμενο. Τουλάχιστον 20 από εσάς που θα το διαβάσετε θα καταλάβετε ότι σας έχω υπολογίσει μέσα σε αυτή κι είστε σκορπισμένοι σε όλη την υφήλιο. Άλλοι μόνοι κι άλλοι με οικογένειες, άλλοι πίσω από ένα γραφείο κι άλλοι πίσω από μια μηχανή, ένα τιμόνι, ένα δίσκο. Όλοι με ένα λογαριασμό στο Skype και σε social media, και με την ανάγκη να αγαπήσουν το νέο τους τόπο. 

Σήμερα όποια χώρα και να σκεφτώ θα σου πω κι ένα γνωστό μου όνομα που ζει πλέον εκεί, κι αυτό με τρομάζει. Εσένα όχι;  Δύο χιλιάδες δεκατρία, μην μπερδεύεσαι, σχεδόν ένας αιώνας μετά το πρώτο μεταναστευτικό κύμα. 

Κι εκτός αυτών υπάρχει και το νέο είδος μεταναστών, ο πιο επιεικής χαρακτηρισμός ίσως να είναι «εσωτερικοί μετανάστες» αλλά δεν είναι ούτε αυτό. Ξέρεις για ποιους μιλάω, τους γνωστούς σου που μαζί με τις οικογένειες τους άφησαν τα σπίτια τους,  για να φιλοξενηθούν επ’ αόριστον σε θείους, παππούδες, και λοιπούς συγγενείς, σε λίγα τετραγωνικά στοιβαγμένη η ζωή τους. Ή αυτοί που εγκατέλειψαν την εργένικη ζωή και επέστρεψαν στο παιδικό τους δωμάτιο.  

Έγραψα στο facebook το πρωί: «Δεν μπορείς να παραμένεις ατάραχος όταν εν έτει 2013 παρακολουθείς από τα σόσιαλ μήντια τους φίλους σου να μεταναστεύουν για ένα (καλύτερο) αύριο σε χώρες μακρινές ή σε άλλη ήπειρο... Δεν μπορείς να μην σκεφτείς πόσο λάθος την πήραμε εκείνη την στροφή κάποια χρόνια πριν. Δεν μπορείς να μην σκεφτείς ότι ΟΛΟΙ φταίξαμε σε αυτό.»  Συγκέντρωσε συμφωνίες και διαφωνίες, λογικό. Με προβλημάτισε ο φίλος μου (30+) που σχολίασε πως η δική του γενιά έχει το μικρότερο μερίδιο. Υπάρχει αναλογία μεριδίου ευθύνης ανά γενιά; Μήπως όλοι δεν βοηθήσαμε σε αυτό; Τα λαμόγια στην Ελλάδα μεγαλούργησαν γιατί δεν τα σταμάτησε καμία γενιά και βγήκαν από όλες τις γενιές.  Κι αυτοί που χτες κατεβήκαν με κατσαρόλες στο Σύνταγμα, σήμερα πετούν πάνω από ωκεανούς (ανα)ζητώντας αυτό το αύριο. 

Δεν θέλω τα όνειρα αυτού του τόπου να στοιβάζονται σε βαλίτσες, να ζητάνε βίζες, να μιλούν σε άλλη γλώσσα απ’ το πρώτο τους νανούρισμα.   Κι ύστερα πείτε με ρομαντική. Δεν είμαι, πικραμένη κι αγανακτισμένη είμαι, ως εδώ.