La première pour voir ton visage tout entier
La seconde pour voir tes yeux
La dernière pour voir ta bouche
Et l'obscurité tout entière pour me rappeler tout cela
En te serrant dans mes bras.
Θέλω να βάλω τα καλά μου απόψε για σένα.
Να μου κρατήσεις το χέρι και να με σύρεις στην πίστα.
Να μου κλέψεις ένα φιλί ανάμεσα σε δυο φιγούρες.
Θέλω να βάλω τα καλά μου απόψε για σένα.
Να δέσω το λουράκι στο παπούτσι χαλαρά,
να μην με κόψει σαν θα στριφογυρνώ στο πλάι σου ωραία.
Ακουμπισμένη στην άκρη της σκάλας.
Χρόνια πριν, σε μία άλλη πόλη, που δεν υπάρχει σήμερα στο χάρτη του μυαλού μου. Η γεωγραφία μου καθορίζεται από τη διάθεσή μου.
Χωρίς μακιγιάζ, μέσα σε ένα μαύρο στενό φουστάνι. Τα πόδια σταυροπόδι, το χέρι κρεμασμένο νωχελικά από το κάγκελο… το τσιγάρο κρεμασμένο στα χείλη επίσης νωχελικά. Κάπνιζα τότε. Δεν ξέρω γιατί αλλά η εικόνα που έχω στα μυαλό μου είναι μια κοπέλα με κοντό σκούρο μαλλί, λίγο πάνω από τους ώμους, γυρισμένο πίσω. Πρέπει να ψάξω στα άλμπουμ να βεβαιωθώ.
Η σκάλα γυριστή, λευκό μάρμαρο με μαύρο λακαρισμένο πάσο. Δύο μισογεμάτα ποτήρια, μισοάδεια για σένα, ένας καθρέφτης κι ένα κραγιόν. Τασάκι δεν θυμάμαι στο κάδρο. Το κραγιόν κόκκινο της Έστε, σε χρυσή συσκευασία. Το άρωμα… θυμάμαι το δικό του…
Ο κόσμος δεν είχε έρθει ακόμη, οι γόβες ήταν στην άκρη και εκείνος μου έτριβε τα πόδια. Γιατί καπνίζαμε στην σκάλα; Δεν θυμάμαι… Η πρώτη βότκα της βραδιάς, με πάγο και λεμόνι. Διαμαρτυρόμουν, δεν ήθελα κουβέντες και φασαρία. Προτιμούσα ένα γεύμα για δύο. Δεν ήταν δικά μου γενέθλια όμως, δεν αποφάσιζα –ούτε σε αυτό- εγώ.
Έβαλα τις γόβες μου, έβαψα τα χείλια μου κόκκινα και σηκώθηκα.
Ξαναβγήκα σε λίγο με ένα μικρό μαύρο κουτί.
Τον αγκάλιασα και του είπα Χρόνια Πολλά.
Να ζήσεις.