Σελίδες

Τετάρτη 25 Μαΐου 2011

Οι Νικητές


Ξύπνησα μια μέρα και οι γιατροί μου ανακοίνωσαν ότι είχαν βρει μέσα μου το κακό αλλά  το ’χαν πετάξει στα σκουπίδια κι ήμουν καλά…  Κι ύστερα από λίγο καιρό το πήραν πίσω.  Τα λόγια, όχι το κακό…  Το σκουπιδάκι μεγάλωνε μέσα μου κι εγώ απλά έκανα ντεκαπάζ και μπούκλες.  Και μετά άφησα το ντεκαπάζ κι έπιασα τον φόβο.  Πώς είναι το αύριο,  αν θα είναι εύκολο,  πόσα, ποιά, πως, τι… ένα τσούρμο ερωτηματικά έρχονταν σαν βροχή επάνω μου και δεν κρατούσα ομπρέλα.  Τότε αποφάσισα να βραχώ. Να ζήσω μέσα στους φόβους μου. Να ξεπεράσω τους φόβους μου.  Να τους πω μια μέρα σαν την σημερινή πως δεν με έβαλαν από κάτω. Αποφάσισα να  ακολουθήσω τον δρόμο που μου έδειξαν οι γιατροί, τα λευκά σεντόνια, τις ξεθωριασμένες κουρτίνες, τα μεταλλικά κρεβάτια που τρίζουν στον εφιάλτη σου. Έβλεπα το σώμα μου ν’ αλλάζει και τρόμαζα και πάλι όπως τρομάζω ακόμη κάθε φορά που βλέπω κάτι  διαφορετικό. Αλλά δεν μ’ ένοιαξε,  μου πλήγωσε την ματαιοδοξία μου αλλά δεν μ’ ένοιαξε.  Ξαναβρήκα τον χρόνο να ανακαλύψω εμένα που με είχα χάσει χρόνια πριν πίσω από γραφεία και μπάρες, μπροστά από βιτρίνες και οθόνες κρυστάλλων.  Βρήκα τον χρόνο να εκτιμήσω όλα αυτά που συμβαίνουν γύρω μας όταν εμείς κοιτάμε αλλού, ίσως και να τα προσέξω με την σκέψη πως συνέβαιναν ειδικά και μόνο για μένα!  Ένα ηλιόλουστο πρωινό που σηκώνεις το κεφάλι στον ουρανό κι απλώνεις ένα χαμόγελο από άκρη σ’ άκρη, ένα βράδυ που ψιθυρίζεις στα αστέρια κρυφές ευχές, μία αγκαλιά που δεν την φθάνει το πιο ακριβό αγαθό.
Κι υπάρχουν φορές που φόβος κι αγωνία επανέρχονται,  μαύρα σκυλιά που προσπαθούν να σπάσουν τις πόρτες και να εισβάλουν στο μυαλό μου. Τα χέρια που τρέχουν στα πλήκτρα τα κρατούν μακριά. Η σκέψη πως κάποιος θα αναγνωρίσει την δική του ζωή σε μία από τις παραπάνω προτάσεις με κάνει να σκέφτομαι πως τελικά όλοι μαζί είμαστε σε αυτή την ζωή ακόμη κι αν καθένας νιώθει μόνος στον αγώνα του. Ο σκοπός παραμένει ο ίδιος, όλοι θέλουμε να βγούμε νικητές.

[Αυτό το κείμενο γράφτηκε αρκετούς μήνες πριν, στεκόταν μετέωρο από τότε πάνω στο desktop μην γνωρίζοντας αν θα βρει την θέση του σε αυτό το blog ή στον κάδο ανακύκλωσης. Απόψε είναι τα λόγια που θέλω να πω σε κάποιον. 
 
Καληνύχτα.]  

 

Τετάρτη 18 Μαΐου 2011

Γυμνή, στην άκρη του καναπέ

Γυμνή, στην άκρη του καναπέ. 

Με 2 βελόνες πλεξίματος να πλέκεις τις λέξεις που θα φορέσεις στο κορμί σου μετά. Να ξεχωρίζεις τις κόκκινες από τις μαύρες με σχέδια στις μανσέτες και στο γιακά. Τα χέρια σου δουλεύουν ασταμάτητα, το βλέμμα σου μαγνητισμένο από την πανσέληνο έξω απ’ το παράθυρό σου. Τα Θέλω σου σερβιρισμένα με πάγο σε ψηλό ποτήρι ακουμπισμένα μπροστά σου. Διψάς αλλά δεν σταματάς να πλέκεις… Δεν προλαβαίνεις λες, κι ο πάγος λιώνει. Τα Θέλω σου νερωμένα επειδή βιάζεσαι να ντυθείς. Κι οι λέξεις γίνονται ζακέτα που τυλίγεται στο σώμα σου, κλείνει το κουμπί στο στήθος γύρω απ’ τη λέξη «κλεμμένες» και παρακάτω το δεύτερο στη λέξη «στιγμές». Και μέσα εσύ, ανέγγιχτη όπως τα Θέλω σου. Σε ζορίζουν τα κουμπιά, μια ζώνη χρειάζεσαι, να τη δένεις στη μέση, να τη φέρνεις βόλτα, ένα τραγούδι σε πλέξη αλυσίδα, να μην ξεχειλώνει και να μην θυμίζει τίποτε.

Καλυμμένη με τις λέξεις της ζωής της στην άκρη του καναπέ.


Γυμνό σκυμμένο στην άκρη του καναπέ, 2003
Λάδι σε μουσαμά (20x30εκ) του Γιώργου Ρόρρη





Δευτέρα 16 Μαΐου 2011

Τ. Ουίλλιαμς: Μίλα μου σαν τη βροχή

(Μανχάτταν. Μέσα στην παρακμιακή ατμόσφαιρα ενός φτηνού δωματίου, ένας άντρας και μια γυναίκα συζητούν. Η οικονομική τους κατάσταση αλλά και η προσωπική τους σχέση βρίσκεται στα όρια της εξαθλίωσης. Ο Άντρας εκφράζει την επιθυμία να κάνουν μαζί ένα νέο ξεκίνημα. Η Γυναίκα μέσα από ένα μονόλογο - ξέσπασμα δηλώνει τη θέλησή της να απομονωθεί σε ένα μικρό ξενοδοχείο, μακριά από γνωστούς και φίλους. Ανώνυμη μέσα στο ανώνυμο πλήθος, ελπίζει να βρει τη ψυχική της ηρεμία. Το απόσπασμα δείχνει πώς ονειρεύεται τη νέα ζωή της.)

ΓΥΝΑΙΚΑ:
... Κάποια μέρα θα κοιτάξω στον καθρέφτη και θα δω ότι τα μαλλιά μου έχουν αρχίσει να γίνονται γκρίζα και για πρώτη φορά θ’ ανακαλύψω ότι έζησα σ’ αυτό το μικρό ξενοδοχείο, με ένα ψεύτικο όνομα, χωρίς καθόλου φίλους ή γνωστούς, ή κανενός είδους σχέσεις, για εικοσιπέντε ολόκληρα χρόνια. Θα με ξαφνιάσει λίγο αλλά δεν θα τρομάξει καθόλου. Θα είμαι ευχαριστημένη που ο χρόνος θα έχει περάσει τόσο εύκολα. Μια φορά στο τόσο θα πηγαίνω στον κινηματογράφο. Θα κάθομαι στις πίσω σειρές με όλο αυτό το σκοτάδι γύρω μου και με κείνες τις φιγούρες ακίνητες στο πλάι μου, χωρίς να με προσέχουν. Βλέποντας την οθόνη. Φανταστικός κόσμος. Ο κόσμος των παραμυθιών. Θα διαβάζω μεγάλα βιβλία και το ημερολόγιο των νεκρών συγγραφέων. Θα νιώθω πιο πολύ κοντά τους, πολύ περισσότερο από ότι ένιωσα ποτέ για ανθρώπους που γνώρισα, προτού να φύγω από τον κόσμο. Θα είναι γλυκείς και ψυχρή αυτή η φιλία μου με τους νεκρούς ποιητές γιατί δεν θα μπορώ να τους αγγίζω ούτε και ν’ απαντάω στις ερωτήσεις τους. Θα μου μιλάνε και δεν θα περιμένουν να τους απαντήσω.

(Μτφρ. Κ. Μητροπούλου, Απόσπασμα)
Ουίλλιαμς Τ., Θεατρικά, εκδ. Γκοβόστης, Αθήνα x.x., σ. 180

Κυριακή 15 Μαΐου 2011

Ποίηση στον δρόμο


O Robert Montgomery είναι ένας ποιητής του δρόμου. Ζει κι εργαζεται στο Λονδίνο όπου οι δρόμοι μεταμορφώνονται στο χαρτί που θα τρέξουν οι στίχοι του. Τα ποιήματά του θα τα βρείτε σε μεγάλα billboards και σε τεράστιες κατασκευές neon.

Μήπως σ' αυτή τη χώρα που γέννησε την ποίηση το κράτος να παρότρυνε και τους δικούς μας ποιητές να χρησιμοποιήσουν περισσότερα και νέα μέσα;

Παρασκευή 13 Μαΐου 2011

Αθήνα και Φόβος*

Πως τρεμοπαίζουν τα φωτάκια στην Αθήνα κι απόψε το βράδυ… Στην Αχαρνών, στην Πατησίων, στην Φυλής. Καντήλια που ανάβουν και σβήνουν στον πρώτο αεράκι. Χωρίς προφυλάξεις. Ποιος να γίνει η ασπίδα σου? Ποιος να σου τείνει το χέρι για βοήθεια στις μέρες που ζούμε; Μόνο γροθιά… Δεν θέλω να πιστεύω ότι τα επεισόδια σήμερα, χθες, μέρες πριν, σημάνουν το τέλος μιας εποχής. Δεν είναι αυτή κληρονομιά για τους δικούς μας, ούτε ταιριάζει σ’ αυτόν τον τόπο που χωρίς τους περισσότερους από εμάς είναι ο ομορφότερος στον κόσμο.
Η Αθήνα σκουπίζει τις πληγές της αλλά στα χρόνια του ΔΝΤ και το βαμβάκι είναι ακριβό...
Καληνύχτα και φέρτε όνειρα στην θέση του φόβου, πολύχρωμα σαν τους ανθρώπους γύρω μας.

*κατά το Αθηνά & Φοίβος


Τρίτη 10 Μαΐου 2011

Φλερτ στα χρόνια του σμαρτφόν

(Μια πιο ολοκληρωμένη σκέψη στο θέμα της προηγούμενης ανάρτησης)

Ξέρεις πόσα σύμβολα έχεις την δυνατότητα να σχηματίσεις με το πληκτρολόγιό σου; Πολλά! Να εκφράσεις αισθήματα που άλλοτε θα κοκκίνιζες να τα ξεστομίσεις ή να τα γράψεις στο χαρτί.
Μεγάλωσα στην εποχή που το ίντερνετ δεν ήταν καν επιστημονική φαντασία κι ας υπήρχε σε μία πρώιμη μορφή στην άλλη άκρη του Ατλαντικού. Που τα τηλέφωνα είχαν καλώδια και ήσουν μάγκας αν πεταγόσουν στην φίλη σου απέναντι με τον ασύρματο που είχες φέρει από το εξωτερικό. Το πιο γρήγορο πληκτρολόγιο ήταν αυτό της ηλεκτρικής IBM με την κεφαλή-μαργαρίτα (θεός σχωρέστην).
Τα ραβασάκια γράφονταν κάτω από το θρανίο, στο βοηθητικό ράφι και δεν έκλειναν με σμάιλ, στην καλύτερη των περιπτώσεων εάν ήσουν ριψοκίνδυνος έβαζες και μία καρδιά. Αν η καψούρα σε είχε λυγίσει οι καρδιές ήταν 2 πλεγμένες με βελάκι.
Δεν είμαι χόμο σάπιεν, νεάτερνταλ ή κάτι τέτοιο. Είμαι απλά αυτή που έζησε την εφηβεία της λίγο πριν εμφανιστούν τα κινητά και η δος (όπου δος πάει πακέτο με μαυρόασπρη οθόνη ντουλάπα).
Τα ραντεβού μου δεν ορίζονταν από ένα εσ-εμ-ες αλλά από ένα τηλεφώνημα συνήθως παρουσία περίεργου γονιού. «Πού πας?... Να μας τηλεφωνήσεις αν αργήσεις» «Από πού?» «Πάρε και ψιλά μαζί σου» (δλδ βρες κόκκινο τηλέφωνο αλλιώς γύρνα σπίτι).
Και μετά ξεκινά το καρδιοχτύπι, θα ‘ναι εκεί; (άτιμο φόουρσκουέαρ άργησες πολύ), τι σκέφτεται άραγε; (τουήτ, τουήτ, τουήτ!), με ποιους; (μία γουώλ πικ, μία τουήτ πίκ, κάτι)… Και οι κολλητές σου αλλού, χωρίς ένα πι-εμ, ένα ντι-εμ, ένα τουήτ, ένα ες εμ ες, ένα σμάιλ για γκουντ λάκ!
Κάποια βράδια στην καφετέρια της γειτονιάς να ανταλλάσεις βλέμματα με τον απέναντι, να κοκκινίζουν τα μαγούλα σου σαν τον χυμό σου με την γραναδίνη και να μην έχετε ένα κινητό με μπλου τουθ για να γνωριστείτε καλύτερα. (χμ, μην σου μπαίνουν ιδέες τώρα!)
Να ξεροσταλιάζεις δίπλα σε ένα τηλέφωνο γκουμούτσα ή ένα πιο γκλάμορους πολύχρωμο της σγουώτς(!), να αφήνεις μηνύματα με μολύβι πάνω στο θρανίο και να τα τσεκάρεις μετά το διάλειμμα, να εύχεσαι μην σηκώσει ο μπαμπάς σου το τηλέφωνο (γκουμούτσα) και τον τρομάξει όταν σε πάρει για την ώρα του ραντεβού… αχ… προβλήματα όμορφα που είχαμε εκείνη την εποχή. Αν το χότ σποτ ήταν η μπλου λέικ, η βερόνα, η αρκαδία ή το πάρκο (χωρίς γκάλοπ στο φέισμπουκ)… Αν το παπάκι (δίτροχο – όχι σιφτ 2) θα περνούσε από το σπίτι δεύτερη φορά γκαζωμένο τότε θα σήμαινε «είμαι στη γωνία σε περιμένω» (τύφλα να έχει το εμ εμ ες) …
Σήμερα στέλνω σμάιλς, γουίνκς, χάγκζ εν κίσσιζ, λιγότερα απ΄όσα παίρνω, κλείνω το μάτι ή βγάζω την γλώσσα έξω (αγαπημένο μου Ρ). Ανταλλάσω κουβέντες σε διάφορες γλώσσες και πατάω λάικ στις φωτό που έχουν νόημα. Ακούω τα τραγούδια που μου στέλνουν με λινκ και αφιέρωση στο ίνμποξ και χαμογελώ. Του στέλνω ένα μήνυμα «κοιμάσαι?» και χτυπά το τηλέφωνό μου. Το ίδιο μπορεί να συμβεί στο εμ ες εν ή στο σκάιπ.
Κι είναι πάντα και κείνο το άλλο φλερτ, που δεν τον ξέρεις τον άλλον, που ξέρεις μόνο το άβατάρ του, ένα ΑΚΑ, δεν έχετε βρεθεί ποτέ κι όμως, φλερτάρετε καθημερινά με γκουντμόρνιν και γκουντνάιτ κι ίσως κάποτε να μάθεις ότι ήταν φέικ, ένας χονδρός μπάρμπας από το Αϊντάχο μασκαρεμένος στα δικά σου τα γούστα, ίσως κι όχι, ίσως ο πρίγκιπας να ήταν πάντα πρίγκιπας πριν γίνει και δικός σου.
Φλερτ, παγκόσμια λέξη! Κοζάρω, κορτάρω, φλερτάρω… Όλα αυτά συνήθως σε μετρημένους χαρακτήρες. Ανάλογα το μέσο που χρησιμοποιώ.

Δευτέρα 9 Μαΐου 2011

Κλείσιμο ματιού ;)

Σε βλέπω στο τουίτερ και σου χαμογελώ.
Σου στελνω ματακια και καρδουλες και σκέφτομαι πως σε μιαν άλλην έποχή όχι πολύ μακριά από την σημερινή, το φλέρτ ήταν κάτι τελείως διαφορετικό, χωρίς πληκτρολόγια και κινητά.
Όσο κι αν αλλάζει ο κόσμος και η επικοινωνία το βαθύτερο νόημα είναι ότι δεν παύει να υπάρχει σε όποια της μορφη...
Φλερτάρω, φλέρταρα, θα φλερτάρω.
;)


Κυριακή 1 Μαΐου 2011

Τα 3 σπίτια

Έχω τρεις οδοντόβουρτσες, τουλάχιστον, μία σε κάθε σπίτι.
Τρία νεσεσέρ με τα απαραίτητα, κλάμερ, βούρτσες, τσιμπίδια, πούδρες, ένα σε κάθε σπίτι για περίπτωση ανάγκης που ίσως να ξεχαστώ.
Όλα αυτά μοιρασμένα σε 500 χλμ.
Στο ένα σπίτι έχω φυλαγμένες και κασέτες, από αυτές που θα δείχνω κάποτε στα ανίψια μου και θα αναρωτιούνται τι ακριβώς κοιτούν.
Έχω παντού φωτογραφίες των αγαπημένων μου και μουστάρδα μάιλντ στο ψυγείο.
Έχω αρρωστήσει και στα τρία, έχω αγαπήσει και στα τρία, έχω επιθυμήσει το ένα ή το άλλο πολλές φορές.
Έχω γράψει στους τοίχους των δύο με μαρκαδόρο και κηρομπογιά, έχω την αγαπημένη μου γωνιά σε κάθε ένα από αυτά, έχω παντού κάποια ρούχα κι από έναν μεγεθυντικό καθρέφτη.

Σε αυτόν αντανακλάται -σαν κοκκινο σπυράκι που πονά- η απουσία σου κάθε φορά που δεν είσαι εκεί.